Διηγήματα

 

διηγήματα - Ολγας ΜπακοπουλουΈμπηξα τα δόντια μου στη σάρκα της. Πλημμύρισε το στόμα μου χυμό. Γλυκό, ξινό. Έσταξε από τις άκρες των χειλιών στο λευκό σεντόνι. Κόκκινη στάμπα πότισε το ύφασμα. Φράουλα!

Άνοιξα τα μάτια μου με λαχτάρα. Με τράβηξες δίπλα σου. Ρούφηξες λαίμαργα την ανάσα μου. «Τι λες; Πάμε μια βόλτα;» «Πάμε να πάρουμε φράουλες;» σου είπα, και το χείλος μου συσπάστηκε από την επιθυμία. Χαμογέλασες. Έσπρωξες τα ξύλινα παντζούρια και ξεθώριασες στο φως. Ορμητικά εισέβαλλε στο δωμάτιο η λάμψη. Έτσουξε τα μάτια, έκαψε την γυμνή μου πλάτη. Έχωσα το κεφάλι στο μαξιλάρι. «Με σαντιγί. Να, εδώ και εδώ.» Με γαργάλησες, δαγκώνοντας απαλά τους γλουτούς μου. «Ναι, μπόλικη κρέμα και… μα… τι μέρα είναι;» Ανασηκώθηκα στο στρώμα. Σάββατο, Κυριακή, Δευτέρα; Σήκωσες τους ώμους αδιάφορα. Πέρασες πάνω από τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα, άνοιξες το κινητό που είχες αφήσει στο σαλόνι. «Κυριακή,» μου φώναξες από μέσα. «Κοντεύει μεσημέρι.» Έκλεισες πάλι το κινητό βιαστικά. «Για να σε έχω μόνο δική μου,» μου είχες πει, ενώ έβγαζες από την πρίζα και το σταθερό.

«Δεν έχουμε τίποτα στο ψυγείο,» ακούστηκες ξανά. «Τίποτα, από χθες,» συμπλήρωσα γελώντας. Κούμπωσα το παντελόνι. Χέρια, πόδια νωθρά, αδέξια. Κινήσεις κουρασμένες, ασυντόνιστες. Στάθηκες στην πόρτα. Μου πέταξες το εφαρμοστό μπλουζάκι. Ντύθηκες αργά, χωρίς κουβέντες. «Πάμε;»

 

Διαβάστε τη συνέχεια από το διήγημα “Πάβλοβα”